Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναμφίλεκτος -η -ο [anamfílektos] Ε5 : (λόγ.) αναντίρρητος.
αναμφίλεκτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀναμφίλεκτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναμφίλεκτος, -η, -ο [anamfílektos] (L)
- not being called into question, not being disputed or challenged, indisputable, undeniable (syn in αναμφισβήτητος):
- εδάφιο προβληματικό και όχι αναμφίλεκτο και αναμφισβήτητο |
- υπάρχει μία .. μαρτυρία που όσο και να μην είναι αναμφίλεκτη, δεν μπορούμε να την παραβλέψουμε (NMPanagiotakis)
[fr kath αναμφίλεκτος ← K (pap, 2nd c. BC) & PatrG ἀναμφίλεκτος]
- not being called into question, not being disputed or challenged, indisputable, undeniable (syn in αναμφισβήτητος):