Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ώτα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωτακουστής ο [otakustís] Ο7 : (συνήθ. ειρ.) αυτός που ακούει κρυφά τι συζητούν κάποιοι, που κρυφακούει.

[λόγ. < αρχ. ὠτακουστής]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωτακουστικός -ή -ό [otakustikós] Ε1 : (για όργανο) που βοηθάει την ακοή.

[λόγ. < γαλλ. otacoustique < αρχ. ὠτακουστ(ής) -ique = -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωταλγία η [otaljía] Ο25 : (ιατρ.) πόνος στο αυτί: Yποφέρω από ωταλγίες.

[λόγ. < ελνστ. ὠταλγία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες