Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ώθηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ώθηση η [óθisi] Ο33 : η ενέργεια του ωθώ. α. σπρώξιμο. β. (μτφ.) παρότρυνση, προτροπή. ΦΡ δίνω ~, ωθώ προς ένα ανώτερο στάδιο εξέλιξης, ανάπτυξης· προωθώ: H εφεύρεση του ηλεκτρονικού μικροσκοπίου έδωσε νέα ~ στην ιατρική έρευνα.

[λόγ. < ελνστ. ὤθη(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go