Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ύψωση η [ípsosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υψώνω· ανύψωση: H ~ του αερόστατου. H ~ των τιμών. H Ύψωση του Tιμίου Σταυρού.
[λόγ. < ελνστ. ὕψω(σις) -ση]