Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ύφαλα τα [ífala] Ο40 : (ναυτ.) το τμήμα του πλοίου κάτω από την ίσαλη γραμμή, το οποίο βρίσκεται βυθισμένο μέσα στο νερό. ANT έξαλα: Έγινε ρήγμα στα ~ του πλοίου.
[λόγ. < ελνστ. τά ὕφαλα ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του αρχ. επιθ. ὕφαλος `υποθαλάσσιος΄]



