Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ύπνωση η [ípnosi] Ο33 : ιδιόμορφη κατάσταση ύπνου η οποία προκαλείται με υποβολή ή με την επίδραση ρυθμικών, μονότονων και κυρίως αδύνατων ερεθισμάτων στα όργανα της αφής και της ακοής. || (παρωχ.) νάρκω ση.
[λόγ. < γαλλ. hypnose < αρχ. ὑπν(ῶ) (δες υπνώνω) -ose = -ωσις > -ωση]



