Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ύπερος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ύπερος ο [íperos] Ο19 : το θηλυκό μέρος του άνθους: Ο ~ αποτελείται από την ωοθήκη, το στύλο και το στίγμα.

[λόγ. < αρχ. ὕπερος `γουδοχέρι΄ σημδ. γαλλ. pistil]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go