Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ύπατος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ύπατος ο [ípatos] Ο19 : ο καθένας από τους δύο άρχοντες που ασκούσαν την ανώτατη εξουσία στην αρχαία ρωμαϊκή δημοκρατία.

[λόγ. < ελνστ. ὕπατος, αρχ. σημ.: `ανώτατος΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ύπατος -η -ο [ípatos] Ε5 : (λόγ.) ανώτατος: Kατέλαβε τα ύπατα αξιώμα τα. H Ύπατη Aρμοστεία του ΟHΕ.

[λόγ. < αρχ. ὕπατος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες