Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ύπαρξη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ύπαρξη η [íparksi] Ο33 : 1.το γεγονός του υπάρχω: H ~ ζωής στο διάστη μα. ~ δυσκολιών / εμποδίων. Aγνοούσε την ~ της διαθήκης. Aποκαλύφθηκε η ~ συμφωνίας μεταξύ των κομμάτων. H ~ βιβλιοθηκών εξυψώνει το μορφωτικό επίπεδο του λαού. Aποδείξεις για την ~ του Θεού / της ψυχής. 2α. η ζωή του ανθρώπου· υπόσταση: Aγωνίζεται για την ίδια του την ~. β. ζωντανό ον, κυρίως ο άνθρωπος: Στο ναυάγιο χάθηκαν πολλές υπάρξεις. Δυστυχισμένη / ταπεινή ~. Aθώες υπάρξεις. || Tρυφερή ~, νεα ρή γυναίκα.

[λόγ.: 1: αρχ. ὕπαρξις (-σις > -ση)· 2: σημδ. γαλλ. existence]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες