Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ύπαιθρος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ύπαιθρος η [ípeθros] Ο36 : οι εκτός των αστικών κέντρων περιοχές: H ελληνική ~. Οι κάτοικοι της υπαίθρου. || (ως επίθ.): H ~ χώρα.

[λόγ. < αρχ. ὕπαιθρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go