Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ύβος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ύβος ο [ívos] Ο18 : 1. λιπώδες εξόγκωμα στη ράχη της καμήλας· καμπού ρα2. 2. (ιατρ.) προεξοχή της σπονδυλικής στήλης.

[λόγ. < αρχ. yβος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες