Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: όψιμα
4 items total [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
όψιμα, επίρρ.
  • Αργά, όψιμα:
    • Την υγρότητα του κλημάτου … οπού εβγαίνει, όταν το κλαδεύουσιν όψιμα (Αγαπ., Γεωπον. 243).

[<επίθ. όψιμος. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οψιμάθεια η [opsimáθia] Ο27 : (λόγ.) η απόκτηση γνώσεων σε προχωρημένη ηλικία.

[λόγ. οψι(μαθής) -μάθεια (πρβ. ελνστ. ὀψιμαθία ίδ. σημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οψιμαθής -ής -ές [opsimaθís] Ε10 : (λόγ.) που απέκτησε γνώσεις, που μορφώθηκε σε προχωρημένη ηλικία.

[λόγ. < αρχ. ὀψιμαθής]

[Λεξικό Κριαρά]
οψιμαίνω.
  • Καθυστερώ, είμαι όψιμος· (εδώ πιθ. για ζώα καχεκτικά, αδύνατα):
    • οψίμυνεν το ποίμινιο (Πεντ. Γέν. XXX 42).

[<επίθ. όψιμος + κατάλ. ‑αίνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go