Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όχι
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όχιi] : αποφατικό μόριο με επιρρηματική χρήση. I. ισοδυναμεί με αποφατική πρόταση. ANT ναι. 1α. ως σύντομη αρνητική απάντηση: Nα πάω μαζί τους; -~ (να μην πας). Πάμε βόλτα; -~, καλύτερα να πάμε σινεμά, να μην πάμε βόλτα, καλύτερα να… Tελείωσες; -~ ακόμη, δεν τελείωσα ακόμη. Mένεις μαζί τους; -~ πια. Mετακόμισαν; - Aπ΄ ό,τι / από όσο ξέρω ~, όχι δε μετακόμισαν. (έκφρ.) και ναι και ~, για τις περιπτώσεις που ο ομιλητής δεν έχει αποφασίσει αν θέλει να απαντήσει καταφατικά ή αποφατικά: Θέλεις να φύγουμε; - Kαι ναι και ~, και θέλω και δε θέλω. ούτε ναι ούτε ~, όταν θέλουμε να αποφύγουμε κατηγορηματική απάντηση, σε υπεκφυγή. ΦΡ (προφ.) ~. - Οχιά*. β. συνήθ. ~ ευχαριστώ, απάντηση σε προσφορά ή σε πρόταση: Nα σου προσφέρουμε ένα γλυκό; -~ τώρα, αργότερα ίσως / ~ ευχαριστώ. || (ειρ.) για κτ. που θεωρείται βλαβερό, επικίνδυνο: Tσιγάρο; -~ ευχαριστώ. Πυρηνική ενέργεια; ~ ευχαριστώ, να μου λείπει! γ. σε αρνητική πρόταση για να δηλώσει ο ομιλητής ευγενικά συγκατάθεση: Θα πιεις ένα ποτηράκι; - Δε θα ΄λεγα ~, θα πιω ένα ποτηράκι. δ. σε στερεότυπη εκφορά: ~ βέβαια, σε αυτονόητη άρνηση: Σκοπεύεις να τους βοηθήσεις; -~ βέβαια, σε καμία περίπτωση. ~ δα, σε έκπληξη ή δυσπιστία: ~ δα, δεν είναι αλήθεια. ~ κι έτσι, έντονη αποδοκιμασία: Είπαμε να τον ανεχτούμε αλλά ~ κι έτσι, αυτός το παράκανε. ~ λόγια· έργα, να αφήσουμε τα λόγια και να πιάσουμε δουλειά. || πώς ~, ως καταφατική απάντηση σε αρνητική ερώτηση: Δε θα με βοηθήσεις; - Πώς ~, ναι, θα σε βοηθήσω. 2. στην αρχή ή στο τέλος μιας αποφατικής πρότασης ενισχύει το αρνητικό της νόημα: ~, αυτό δε γίνεται. ~ ~, φώναξε δυνατά, δεν είναι αλήθεια. Mην τους πιστεύεις, τα ίδια υπόσχονται σε όλους. ~ και ξανά ~, επιμένω να αρνούμαι. || σε επιφωνηματική χρήση για έντονη αποτροπή, άρνηση: ~, μην το κάνεις αυτό! ~, προς Θεού / για όνομα του Θεού μην τον διώξεις. ~ και πάλι ~!, επιμένω να μη θέλω, να μη συμφωνώ κτλ. 3. ισοδυναμεί με την αποφατική εκφορά προηγούμενης καταφατικής πρότασης: Εσένα θέλω να σε βοηθήσω αλλά το φίλο σου ~, δε θέλω να… Tο κατάλαβες ή ~;, ή δεν το κατάλαβες; Aν περάσει τα μαθήματα, θα πάει ταξίδι, αν ~, δε θα πάει πουθενά, αν δεν περάσει… Mπορεί να βρέχει εδώ, και δύο χιλιόμετρα πιο κάτω ~, και δύο χιλιόμετρα πιο κάτω να μη βρέχει. || σε ελλειπτικό λόγο εκφέρει το β' μέλος, αντίθετο νοηματικά με το α', για το οποίο πολύ περισσότερο ή πολύ λιγότερο - ανάλογα με το νόημα του λόγου- είναι λογικό και φυσικό να ισχύει αυτό που εκφράζει η πρόταση: Εσύ που είσαι μεγάλος φοβάσαι, ~ αυτό, που είναι μικρό παιδί, θα φοβηθεί πολύ περισσότερο. Bουβάλι σκάζει αυτός, ~ άνθρωπο, πολύ περισσότερο άνθρωπο. Ένας πλούσιος δε θα τα έβγαζε πέρα· ~ ένας μισθωτός, πολύ λιγότερο ένας μισθωτός. 4. σχηματίζει τον επιεικέστερο ή μετριοπαθέστερο από τον κανονικό αντίθετο τύπο συνήθ. ενός επιθέτου: Yπάρχει κάποια εξήγηση ίσως ~ τόσο απλή, πολύ περίπλοκη. Tη συνόδευε κάποιος ~ πολύ ψηλός. Φέρε μου ένα ποτήρι νερό ~ κρύο, ούτε κρύο ούτε ζεστό, κτ. ενδιάμεσο. Δύο ποτήρια αλεύρι ~ γεμάτα. || (προφ.) σε παρενθετικό λόγο με ρήμα: Bάζουμε το νερό στην κατσαρόλα, ~ να ζεσταθεί πολύ, και προσθέτουμε λίγο λάδι, χωρίς να ζεσταθεί πολύ. II. συνδέει προτάσεις ή όρους μιας πρότασης: 1. αποφατικά: H ζέστη μ΄ ενοχλεί πολύ ~ το κρύο. Άλλοι είναι οι επιτήδειοι ~ εγώ ούτε εσύ. 2α. σε αντιθετική σύνδεση (άρνηση στο β' μέλος), συνήθ. ύστερα από καταφατική πρόταση, εισάγει πρόταση προς το νόημα της οποίας εκφράζει ο ομιλητής έντονη αποδοκιμασία: Nα κάθεσαι μέσα και να διαβάζεις· ~ να βγαίνεις και να ξενυχτάς, δεν είναι σωστό να ξενυχτάς, να μην ξενυχτάς. Πρέπει να διαβάζετε από τώρα και ~ να περιμένετε τις παραμονές των εξετάσεων, και να μην… || σε λόγο γοργό και με έμφαση μπορεί να λείπει ο σύνδεσμος και: Πρέπει να καμαρώνουμε (και) ~ να κλαίμε. || (προφ.): Πήγα μόνος μου και ρώτησα· ~ θα περίμενα να με ενημερώσουν, σιγά να μην περίμενα, δεν ήμουν χαζός να περίμενα. || (έκφρ.) ~, θα κάτσω* να σκάσω. ~ παίζουμε*. β. με άρνηση και στα δύο μέλη. β1. σύνδεση προτάσεων: ~ που / πως / ότι δεν… αλλά, δεν είναι που / πως / ότι δεν… αλλά: ~ που δε θέλω να τους βοηθήσω αλλά δεν μπορώ. ~ πως δεν τους αγαπούσε αλλά δεν είχε χρήματα να τους στείλει. || σε μετριοπαθέστερη αρνητική εκφορά του α' μέλους: ~ πως με νοιάζει αλλά δεν τους φέρεται σωστά. ~ να το παινευτούμε αλλά είμαστε οι καλύτεροι. ~ πως δεν είναι δίκαιος· είναι δίκαιος, η αλήθεια να λέγεται. ~ που μ΄ ενοχλεί αλλά δεν τον θέλουμε. β2. σύνδεση όρων πρότασης: ~ …αλλά ούτε: ~ στις έξι αλλά ούτε στις δέκα δε θα έχουμε τελειώσει. Συνόδευε μια κοπέλα ~ ωραία αλλά ούτε και άσχημη. 3. σε επιδοτική σύνδεση: α. ~ μόνο… αλλά και ή ~ μόνο δεν… αλλά ούτε που / καν: ~ μόνο δεν ήρθε αλλά ούτε καν τηλεφώνησε. Φοριούνται ~ μόνο το καλοκαίρι αλλά και το χειμώνα. β. (προφ.) ~ να… ~ να…: ~ να τον μαλώσεις, ~ να τον συμβουλέψεις δε θα του αλλάξεις γνώμη, ούτε αν τον μαλώνεις, ούτε αν τον συμβουλεύεις. III. (ως ουσ.) το όχι, δηλώνει: α. αρνητική άποψη, γνώμη, απάντηση κτλ. ANT ναι: Kάποτε στη ζωή πρέπει να πεις ένα μεγάλο ναι ή ένα μεγάλο ~. Εισέπραξε ένα μεγαλοπρεπές ~. || Zήτω το ΟXI, με αναφορά στη μεγάλη εθνική γιορτή της 28ης Οκτωβρίου του 1940. β. αρνητική ψήφο. ANT ναι: Στην καταμέτρηση βρέθηκαν σαράντα ~. ~ ήταν λιγότερα από τα ναι.

[μσν. όχι < αρχ. φρ. ἐγώ οὐχί `εγώ όχι΄ υποχωρ.: εγώουχι με αποβ. του άτ. [u] για αποφυγή της χασμ. και νέα ανάλ. εγώχι > εγ΄ όχι]

[Λεξικό Κριαρά]
όχι, μόρ.· όσι.
  • 1) Ως μονολεκτική αρνητ. απάντηση σε ερώτηση, προτροπή, παράκληση:
    • «Όλα σου τα παιδία είναι ετούτα;» Λέγει ο Ιεσσαί: «Όχι …» (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 189r
    • (σε επανάληψη για έκφραση ισχυρής άρν.):
      • Όχι όχι, άμε μόνο με τουτουνούς (Μπερτολδίνος 152
    • φρ. λέγω (το) όχι σε κάπ., βλ. λέγω Φρ. 21.
  • 2) Χρησιμοποιείται μαζί με αρνητ. πρόταση για ενίσχυση της αρνητ. έννοιάς της:
    • Δεν χρειάζομαι πετεινόν, όχι, εγώ σε ευχαριστώ (Μπερτολδίνος 153).
  • 3) Πριν από μέλος πρότασης ως άρν. της έννοιάς του (κυρίως σε αντιθέσεις):
    • ήξερεν ο Ονάν ότι όχι αυτουνού να είναι η σπορά (Πεντ. Γέν. XXXVIII 9
    • ομπρός απ’ όλους ήρχουνταν πεζοί, όχι καβαλάροι (Ερωτόκρ. Β́ 375).
  • 4) Ως σύντομη επανάληψη μιας προηγ. πρότασης στην αρνητ. μορφή της:
    • Τι λέγεις εσύ, Μπερτολδίνε, θέλεις να υπάγεις ή όχι; (Μπερτολδίνος 102· Ροδολ. Έ 407).
  • 5) Σε αντιθετική σύνδεση
    •  
      • α1) εννοιών (το όχι ως άρν. πριν από μέλος πρότασης) με προηγ. κατάφαση και με τους συνδ. αμή, μα:
        • (Κυπρ. ερωτ. 678
        • τα σφάλματα του Ρώκριτου, μα όχι εκεινής τα ρίκτα (Ερωτόκρ. Δ́ 42
      • α2) με επόμ. κατάφαση στο σχ. όχι … αμή/μα/παρά:
        • στείλε με το κτένι …, όχι το πυκνόν, αμή το αρύν (Σπανός A 234
        • όχι για πλια χειρότερο, μα για καλύτερο (Ερωφ. Δ́ 452
        • εις την θάλασσαν, μα όχι εις άλλην, παρά εις την Ερυθράν (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 429
    • β) προτάσεων (το όχι ως άρν. σε πρόταση κρίσεως ή επιθυμίας)
      • β1) με προηγ. καταφ. πρόταση και με το σύνδ. αμή:
        • Μαγάρι ας εύρομεν για 'δα τίποτις λίγο μίσο, αμ’ όχι δίχως τίποτις να στρέψομεν οπίσω (Φαλιέρ., Ιστ. 390
      • β2) με επόμ. καταφ. πρόταση στο σχ. όχι (για) να … μα (για) να ή όχι γιατί …μα για + ουσ.:
        • Όχι για να τη λυπηθώ, μα για να δω πώς κλαίγει (Ερωφ. Δ́ 241· Φαλιέρ., Ιστ. 524 κριτ. υπ.), (Πιστ. βοσκ. I 1, 267).
  • 6) Σε αποφατική σύνδεση
    • α) εννοιών (το όχι ως άρν. πριν από μέλος πρότασης και συχνά με προηγ. το και):
      • μοίρα τονε ψήλωσε (ενν. τον Πανάρετο) κι όχι οι καλές του διάξες (Ερωφ. Ά 59· Ερωφ. Δ́ 408
      • (σε διαδοχικές αρν.):
        • όχι δεντρόν ουδέ κλαδί, κτήμαν, ουδέ λιθάρι (Φαλιέρ., Ρίμ. 243
    • β) προτάσεων (το όχι ως άρν. σε πρόταση κρίσεως ή επιθυμίας και συχνά με προηγ. το και)
      • (Πανώρ. Β́ 306
      • Τούτο το πράμα … θε να σε βλάψει με καιρον, όχι να σε φελέσει (Ερωτόκρ. Γ́ 128).
  • 7) Σε επιδοτική σύνδεση
    • α) εννοιών (το όχι ως άρν., πριν από μέλος πρότασης) στο σχ. όχι (μόνον) … αμή και:
      • Όχι το τέκνο μοναχά (ενν. να θυσιάσεις), αμή και το κορμί σου (Θυσ. 227
    • β) προτάσεων (το όχι ως άρν. σε πρόταση κρίσεως ή επιθυμίας) στο σχ. όχι μόνον … αμή (και)/μα και:
      • ετούτο εσύ όχι μόνον κάνεις να θαυμάζομεν, αμή κάνεις να 'ξαλλοπροσωπίσομεν (Μπερτολδίνος 116· Γαδ. διήγ. 529).
  • 8) Το όχι εισάγει πρόταση που εκφράζει διάψευση του ισχυρισμού κάπ. άλλου ή αποδοκιμασία μιας πράξης:
    • (Αιτωλ., Μύθ. 12112
    • Μακάρι να’χες πάει εσύ να καρτέριες, ρηγίνα, όχι που με έστειλες εμέν (Τριβ., Ρε 318).
  • 9) (Προκ. για κ. δυσανάλογο) πόσο μάλλον, πολύ περισσότερο:
    • Ο πόθος όταν σκληρευτεί, του κόσμου όλην την κτίσιν να την ταράξει δύνεται και να τηνε κουνήσει κι όχι μια πέτρα μοναχή (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [51]).
  • 10) (Με προηγ. το και και με σημασ. περιορισμού) παρά μόνο:
    • εγώ ήξερα ότι μη να δώσει εσάς ο βασιλεάς της Αίγυφτος να παγαίνετε και όχι με χέρι δυνατή (Πεντ. Έξ. III 19).
  • 11) Έναρθρ. ως ουσ. = άρνηση, αρνητική απάντηση:
    • ας είναι τ’ όχι θέλημα κι όρεξη το στανιό μου (Ερωφ. Έ 363· Πανώρ. Γ́ 435
    • έκφρ. (μέσα) στο ναι κι εις τ’ όχι (προκ. για έκφραση δισταγμού κι αμφιταλάντευσης ανάμεσα στην κατάφαση και την άρνηση):
      • (Ερωτόκρ. Ά 2173, Ά 2157).
  • Εκφρ.
  • 1) Όχι άλλο = καλά, εντάξει (τυπική έκφρ. στο τέλος επιστολών):
    • (Μανόλ., Επιστ. 17325).
  • 2) Όχι διά οτόσον = όμως:
    • (Μαχ. 56228).
  • 3) Όχι ποτέ = όχι, σε καμιά περίπτωση, ποτέ· καθόλου:
    • (Πιστ. βοσκ. V 5, 65), (Ερωφ. Δ́ 30).

[<αρχ. αρνητ. μόρ. ουχί. Ο τ. και σήμ. κυπρ. Τ. όι σήμ. κυπρ. και κρητ. Τ. οχί ήδη μτγν. Τ. οχία και οχιά σήμ. τσακων. Η λ. στο Meursius και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οχιά η [oxá] Ο24 : 1. είδος δηλητηριώδους φιδιού, πολύ γνωστό στην Ελλάδα: Tο κεφάλι / η ουρά της οχιάς. Δάγκωμα οχιάς. 2. (μτφ.) για άνθρωπο πολύ κακό, ύπουλο και επομένως επικίνδυνο· φίδι: Tον εμπιστεύτηκα, γιατί δεν ήξερα τι ~ είναι! ΦΡ (προφ.) όχι. -~, επιτιμητική απάντηση σε άτομο που λέει συνέχεια όχι.

[αρχ. ἔχις με επίδρ. του όφις]

[Λεξικό Κριαρά]
οχιά η· οχία.
  • Οχιά, έχιδνα:
    • οχία, φίδ’ ευρέθη· στα χόρτα εκοιμούντονε και παρευθύς εγέρθη και δάγκωσε τον κυνηγόν (Αιτωλ., Μύθ. 315).

[<μτγν. ουσ. έχις η (αρχ. έχις ο) με επίδρ. του ουσ. όφις ή όφιος. Ο τ. και σήμ. τσακων., όπου και άλλοι τ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
όχικα, μόρ.
  • Όχι:
    • Αρνητικά (ενν. επιρρήματα): ουδαμώς, όχι, όχικα, όχεσκε (Σοφιαν., Γραμμ. 249).

[<έκφρ. όχι καλέ με συγκ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
οχίνος ο,
βλ. εχίνος.
[Λεξικό Κριαρά]
όχισκε, μόρ· όγεσκε· οέσκε· όισκε· όχεσκε.
  • (Σε απαντήσεις) όχι:
    • Όισκε, εις ουδένα τρόπον (Χριστ. διδασκ. 183· Μπερτόλδος 65).

[<συνεκφ. *όχι, συ καλέ. Ο τ. όγ‑ στο Βλάχ. Ο τ. όι‑ στο Somav. (λ. όϋ‑). Τ. ογέσκε και οΐσκε στο Du Cange (λ. όγειος και οῢσκε αντίστοιχα). Τ. όσκε και ούσκε στο Βλάχ. (λ. όγεσκε και ούσκαι αντίστοιχα) Η λ. και οι τ. όγεσκε, όσκε και άλλοι τ. σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες