Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- όχθος (I) ο· όχτος.
-
- 1)
- α) Ύψωμα γης, μικρός λόφος:
- (Νομοκ. 38518)·
- β) τεχνητό ύψωμα γης που χρησιμοποιείται ως σύνορο, χώρισμα ανάμεσα σε χωράφια:
- περί συνόρων των χωραφίων και αν γκρεμνισθεί ο όχθος (Βακτ. αρχιερ. 180).
- α) Ύψωμα γης, μικρός λόφος:
- 2) Ακροποταμιά, ακροθαλασσιά:
- επτά βόδια παχία, … έστεκαν εις τον όχτον του ποταμού (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 148v)·
- εις βράχη φοβερά και εις όχθον της θαλάσσης (Λίβ. Sc. 1585).
[αρχ. ουσ. όχθος. Ο τ. και σήμ. λαϊκ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- όχθος (II) το.
-
- Όχθη:
- ο τόπος εκείνος είναι κατάδασος πολλά εις το όχθος του ποταμού (Προσκυν. Κουτλ. 390 14425).
[<ουσ. όχθος ο με αλλαγή γένους. Η λ. στο Lampe]
- Όχθη:



