Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όχεντρα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όχεντρα η [óxendra] Ο27α : (λαϊκότρ.) η οχιά.

[μσν. όχεντρα ίσως < αρχ. ἔχιδνα ( [e > o] από παρετυμ. όφις, και -εντρα από παρετυμ. σκολόπεντρα)]

[Λεξικό Κριαρά]
όχεντρα η· όντρα.
  • Οχιά:
    • ο κόρακας φαίνεται από την μαυράδαν του και η όχεντρα από το φαρμάκιν (Χρονογρ. 245
    • (σε μεταφ.):
      • η μέθη είναι οχέντρα τυφλή με δίχως μάτια (Ιστ. Βλαχ. 2097).
  • Η λ. στον τ. Οχέντρες ως τοπων.:
    • (Πορτολ. Α 25412).

[<πιθ. ουσ. έχεντρα <αρχ. έχιδνα με επίδρ. του ουσ. σκολόπεντρα. Τ. έχενδρα και όχενδρα στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ. Τ. όχιντρα σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. λαϊκ. (ΛΚΝ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες