Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- όφης, ο.
-
- 1) Φίδι:
- (Μαχ. 64830)·
- εισμιόν την βέργαν τού 'ριψεν (ενν. ο Μωυσής του Φαραώ) και όφης εκατεστάθη (Χούμνου, Κοσμογ. 2261)·
- (προκ. για νερόφιδο):
- όφης εφάνη φοβερός μέσα εις το ποτάμι (Ζήνου, Βατραχ. 133)·
- (ως μέσο τιμωρίας στην Κόλαση):
- να 'ναι δεμένοι (ενν. οι Εβραίοι) μ’ όφηδες (Τζάνε, Κατάν. 333).
- 2) Τερατώδες ερπετό:
- ο όφης ανασήκωσε το όμμα του προς αύτον (ενν. τον Ιασού)· διπλώνει, εξεδιπλώνεται (Πόλ. Τρωάδ. 659)·
- (ως φύλακας του κάτω κόσμου):
- ομπρός στην πόρταν (ενν. του Άδη) ήτονε, … όφης τρικεφαλόστομος δεμένος μ’ αλυσίδι (Πικατ. 83).
- 3) Χάλκινο ομοίωμα φιδιού ως σύμβολο του Χριστού (πβ. και όφις 3):
- όφην του 'πεν (ενν. του Μωυσή) ο Θεός να υψώσει εις κοντάρι (Χούμνου, Κοσμογ. 2633· Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 135).
- 4) Το φίδι του παραδείσου ως όργανο του διαβόλου:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 72v)·
- σ’ όφην τον φρονιμότατον ο διάβολος εσέβη (Χούμνου, Κοσμογ. 67)·
- όφης εμέν ηπάτησε στο σφάλμαν τό σ’ εποίκα (Χούμνου, Κοσμογ. 89).
- 5) Ο διάβολος (γενικά):
- ο νοητός όφης, ο διάβολος (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 55r· Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 144).
- 6) (Σε μεταφ. προκ. για άνθρωπο δολερό, ύπουλο):
- όφη μικρό σ’ ανάθρεψα, για να με φαρμακέψεις (Ερωφ. Δ́ 695· Κυπρ. ερωτ. 12524)·
- φρ. ζώνομαι τον όφην, βλ. ζώνω (II) Á1.
- 7) (Μεταφ. προκ. για έντονη λύπη, στενοχώρια):
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 27112)·
- Μαννίτσα μου πονετική, μη με 'παντέχεις πλέον …, ότ’ όφης μ’ ετριγύρισεν, βούλεται να με φάγει (Περί ξεν. A 412).
[αρχ. ουσ. όφις. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Φίδι:



