Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ότιμως, σύνδ.
-
- (Συν. με προηγ. το και) όμως, αλλ’ όμως, εντούτοις:
- (Ζήν. Δ́ 313)·
- Κι ότιμως τα τορνέσα κάνουσι τα καμώματα, κι όχι τα παραμύθια (Κατζ. Ά 204).
[<αρχ. συνεκφ. ό,τι μη ή ότε μη με επίδρ. του όμως ή <συμφ. των συνδ. ότι και όμως. Τ. οντεμής, όντιμως, όντεμως και όντιμας σήμ. κρητ. Η λ. στο Βλάχ.]
- (Συν. με προηγ. το και) όμως, αλλ’ όμως, εντούτοις: