Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όστρεο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όστρεο το [óstreo] Ο40 : (λόγ.) το στρείδι.

[λόγ. < αρχ. ὄστρεον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οστρεοκαλλιέργεια η [ostreokaliérjia] Ο27 : συστηματική καλλιέργεια και εκτροφή στρειδιών σε ειδικές τεχνητές εγκαταστάσεις.

[λόγ. όστρε(ον) -ο- + -καλλιέργεια μτφρδ. γαλλ. ostréiculture (ostréi- < αρχ. ὄστρεον)]

[Λεξικό Κριαρά]
όστρεος ο.
  • Είδος στρειδιού·
    • (εδώ) μαργαριτοφόρο στρείδι:
      • έστι κόγχος εν τῃ θαλάσσῃ λεγόμενος όστρεος (Φυσιολ. 36617).

[<αρχ. ουσ. όστρεον με αλλαγή γένους. Η λ. στο Steph. (λ. ‑ειος)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οστρεοτροφείο το [ostreotrofío] Ο39 : ειδικός χώρος στον οποίο γίνεται συστηματική καλλιέργεια και εκτροφή στρειδιών.

[λόγ. όστρε(ον) -ο- + -τροφείο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες