Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όσο
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όσο [óso] & (λόγ.) όσον [óson] στη σημ. Iβ : I. επίρρ.· εισάγει δευτερεύουσες αναφορικές προτάσεις και δηλώνει: α. ποσότητα, έκταση κτλ. που ορίζεται από τα συμφραζόμενα: Πλήρωσε ~ θέλεις. Είναι έξυπνος ~ κανείς (άλλος). ~ μπορείς / αντέχεις. || με άρνηση για να δηλώσει την έννοια του πάρα πολύ: Tον βοήθησε ~ δε φαντάζεσαι, πάρα πολύ. Ήταν όμορ φη ~ ποτέ άλλοτε, περισσότερο από κάθε φορά. || συχνά προηγείται το επίρρημα τόσο: Xάρηκε τόσο πολύ, ~ δε φαντάζεσαι, έδειξε τόση χαρά, όση δε φαντάζεσαι. Δεν τους πείραξε τόσο η μουσική ~ το σκωπτικό περιεχόμενο των στίχων. || με επίρρημα συγκριτικού βαθμού: ~ γρηγορότερα το αποφασίσετε τόσο το καλύτερο. Nα ΄ρθετε ~ πιο γρήγορα μπορείτε. || (έκφρ.) ~ το δυνατό(ν) / ~ γίνεται, μπορεί, με επίρρημα συγκριτικού βαθμού: Nα προσπαθήσεις ~ το δυνατό(ν) περισσότερο. Tο ζωγράφισε ~ γινόταν / μπορούσε καλύτερα. || σε ΦΡ και εκφράσεις ~ ~, σε πολύ χαμηλή τιμή, προκειμένου για πωλητή ή σε πολύ υψηλή τιμή προκειμένου για αγοραστή: Tο πουλάει ~ ~, πολύ φτηνά. Tο αγοράζω ~ ~, όσο πολλά και αν μου ζητήσουν. ~ βαστά η ψυχή μου, σου κτλ., όσο αντέχω, χωρίς μέτρο ή περιορισμό. ~ περνά από το χέρι μου, σου κτλ., όσο εξαρτάται από εμένα. ΠAΡ Στου κουφού* την πόρτα ~ θέλεις βρόντα. β. αναφορά (με το για): ~ για το βιβλίο, θα δούμε πότε θα σου το στείλω. ~ για μένα, μην ανησυχείς. ~ για πλούσιος, πράγματι έκανε πολλά λεφτά. (έκφρ.) όσον αφορά*. II. σύνδ.· με το (και) να / και / κι αν εισάγει: 1. αναφορικές παραχωρητικές ή εναντιωματικές προτάσεις: ~ και να φώναζε, κανείς δεν τον άκουγε, ακόμη και αν. ~ κι αν δεν ήθελε, ήταν υποχρεωμένος να το κάνει. Δε θα τον συγχωρούσα, ~ κι αν παρακαλούσε. ~ και να μην το θέλουμε, αυτή είναι η πραγματικότητα. Ο Θεός τον προστάτευε, ~ κι αν δεν άξιζε την προστασία του, αν και δεν, μολονότι δεν. ΦΡ ~ να ΄ναι: α. για κτ. που δεν αλλάζει και αναγκαστικά ισχύει: Πρέπει να τον ακούσεις· ~ να ΄ναι πατέρας σου είναι. β. (προφ.) συχνά ως απάντηση με την οποία ο ομιλητής αποδέχεται προηγούμενο έπαινο: Είσαι αξιέπαινος, τα κατάφερες. - (Ε!) ~ να ΄ναι! ~ να πεις, για κτ. που δεν αλλάζει και αναγκαστικά ισχύει. 2. χρονικές προτάσεις. α. δηλώνει πράξη που διαρκεί όσο και η πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση ή συμβαίνει συγχρόνως με αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση· ενόσω: ~ είναι ξαπλωμένος, δε νιώθει πόνο, όσο διάστημα, όση ώρα. ~ ζω, ελπίζω. ~ έβλεπε την επιμονή του, δεν ήθελε να τον δυσαρεστήσει. ~ θα ετοιμάζεστε, θα κάνω μερικά ψώνια. || με το που: ~ που αντέχω, θα τους βοηθώ. || χρόνο και αιτία· ενόσω και, επειδή: ~ έβλεπε την επιμονή του, δεν ήθελε να τον δυσαρεστήσει. ~ (πάλι) καταλάβαινε ότι το θέλει, δεν ήθελε να του το αρνηθεί. β. με το που δηλώνει πράξη που διακόπτει τη διάρκεια της κύριας, προσδιοριζόμενης πρότασης· ώσπου, έως ότου: Tον χαιρετού σαν, ~ που χάθηκε το τρένο από τα μάτια τους. γ. με το (που) να, δηλώνει προσδοκώμενη πράξη η οποία θα συντελεστεί συγχρόνως με την πρά ξη που εκφράζει η κύρια πρόταση· ώσπου να, έως ότου να: ~ να ετοιμα στείτε, θα κάνω μια βόλτα. Διάβασε κάτι, ~ που νά ΄ρθει η σειρά σου. Έχεις καιρό, ~ να σε φωνάξουν. ΦΡ ~ να πεις μισό* / κύμινο*. δ. συχνά σε διηγήσεις με το να δηλώνει πράξη η οποία χρονικά ακολουθεί την πράξη της κύριας προσδιοριζόμενης πρότασης· ώσπου να, έως ότου να: ~ να πάει και νά ΄ρθει, όλα είχαν τελειώσει.

[αρχ. ὅσον (ουδ. της αντων. ὅσος, στη σημ. Ι)· λόγ. < αρχ. ὅσον]

[Λεξικό Κριαρά]
όσον, επίρρ.· όσο.
  • Ά Αναφ. επίρρ.
    • 1) (Εισάγει δευτερεύουσα αναφορ. πρόταση) με ποσοτική σημασ.
      • α) (με ή χωρίς επόμ. συγκρ.) αναφέρεται στο δεικτ. επίρρ. τόσο(ν), τόσα, τοσούτον (με ή χωρίς συγκρ.) που προηγείται ή έπεται:
        • Το κυπαρίσσι όσο γερά τόσον αδυνατεύγει (Πανώρ. Γ́ 323· Ερωφ. Ά 133
        • όλες οι καλομοιριές … μια μόνο ασκιά 'ναι στη ζωή, … μια λάβρα που τελειώνει τόσα γοργό όσο πλια ψηλά τσι λόχες τση σηκώνει (Ερωφ. Έ 674
        • όσον αδίκως πάσχεις τοσούτον πολλαπλάσιος απόκειται μισθός σοι (Γλυκά, Στ. Β́ 439
        • (το επίρρ. τόσο(ν) ενν.):
          • (Ερωφ. Ά 224
          • όσο γυρεύει (ενν. τ’ αλάφι) ανάπαψη, πλιότερα τυραννάται (Πανώρ. Β́ 154
        • (με επόμ. το και αν επιτ.):
          • ο γάδαρος … κρου τον (ενν. τον λύκον) με όλην του την δύναμιν, όσον και αν εδυνήθην (Συναξ. γαδ. 312
        • (εδώ αναφέρεται σε προηγ. αντων. τοσούτος):
          • εις την αντρείαν τοσούτος, όσο νομίζω ο καιρός να σε το αναδιδάξει (Λίβ. Esc. 84
      • β) (παρενθετικά) όσο, στο βαθμό που:
        • (Φαλιέρ., Ιστ. 504).
    • 2) (Αναφέρεται σε επίθ. ή επίρρ. και εισάγει δευτερεύουσα αναφορ. συμπερασμ. πρόταση) ώστε:
      • (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 162
      • ολίγον εκοκκίνιζε (ενν. η κόρη), όσον να πορφυρίζει (Διγ. Z 131).
    • 3) (Εισάγει δευτερεύουσα αναφορ. παραβολική πρόταση) μ’ όποιο τρόπο, όπως:
      • να φύγουν (ενν. οι άρχοντες) όσον ημπορούν, όπως μη κιντυνέψουν (Χρον. Μορ. P 3853).
    • 4) (Με ή χωρίς προσδιοριζόμενο επίρρ., συν. με επόμ. το θε να, (κι αν) θέλει να εισάγει δευτερεύουσα αναφορ. ενδοτική ή παραχωρ. πρόταση):
      • όσο θε να χώνεσαι, κάτεχε κι εξανοίκτης (Φαλιέρ., Ιστ. 576· Ερωφ. Δ́ 390), (Αιτωλ., Μύθ. 5513).
    • 5) (Με επόμ. τις προθ. εις, προς) όσον αφορά, σε σχέση με, ως προς:
      • είπα την: «όσον εις αυτό τίποτε μη λυπήσαι» (Λίβ. P 2401· Βέλθ. 544
      • (η πρόθ. εις προηγείται):
        • έκαμε (ενν. ο ράφτης) την αναφοράν εις τον βασιλέα εις όσον του εσυνέβη (Μπερτολδίνος 111).
    • 6) (Με ουσ. προκ. για μέγεθος, διαστάσεις) ίσαμε, περίπου όσο:
      • (Χρον. σουλτ. 6128
      • έναι γαρ (ενν. το πουλίτσι) όσον καρυδίου μικρόν (Σταφ., Ιατροσ. 247
      • έκφρ. όσον η δύναμις = όσο μπορεί κανείς (πβ. δύναμις 3α έκφρ.):
        • (Ιστ. Βλαχ. 1947).
    • 7) (Με επόμ. το επίρρ. μόνον για να δηλωθεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερος περιορισμός):
      • έδειξε (ενν. ο Χακέμ) μεγάλην ταπείνωσιν και άσκησιν, πλην όμως όλα πλαστά και ψεύτικα και όσον μόνον διά να πλανά τους πολλούς (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 189
      • (στο σχ. όσο μόνε + ειδική πρόταση), βλ. μόνον Ά1β.
    • 8) (Με την άρν. ου) μόνο που δεν, πλην όμως:
      • (Πόλ. Τρωάδ. 7947).
  • Β́ Ως σύνδ.
    • 1) (Χρον.)
      • α) (δηλώνει διάρκεια) εφόσον, όσο χρόνο, όσο:
        • όσον έζηεν, ηγάπησάν τον πάντες (Πόλ. Τρωάδ. 5329
        • (εδώ με επόμ. το (ο)πού):
          • να με έχει ευλογητικήν του γυναίκα όσον οπού να ζει (Διγ. Άνδρ. 36915· Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 298
      • β) όταν:
        • όσον επήγεν εις την Ιερουσαλήμ, όρισεν τους άρχοντες … να κτίσουν πύργους (Μαχ. 429
        • (εδώ με επόμ. το να):
          • εκείνη εκατάστησεν, όσον να σηκώσουν το μαντήλιν (Μαχ. 54835
      • γ) (δηλώνει χρονική στιγμή) (αμέσως) μόλις, ευθύς ως:
        • όσον το ξίφος έκρουσεν (ενν. ο επιτραπέζης), έπεσεν παραυτίκα (Φλώρ. 686· Βουστρ. Β 1652
        • (με επόμ. το να):
          • Όσον να δείξω το 'μάτιν, εσείς ας είστε ότοιμοι να τον σκοτώσετε (Μαχ. 5501).
      • δ) (δηλώνει το προτερόχρονο) αφού:
        • όσον επαράλαβεν της αφεντίας την δόξαν, άρχισεν να περιπατεί ως φρόνιμος στρατιώτης (Χρον. Μορ. P 2468
      • ε) ώσπου, εωσότου:
        • (Διγ. Άνδρ. 39033
        • πολύ κακόν τους έκαμαν όσον να ξημερώσει (Σταυριν. 179
        • (με επόμ. το (ό)που):
          • (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 372
          • αίμα πολύ εχύθηκεν εκείνην την ημέρα εκ του Μιχάλη το σπαθί, όσον που 'γίν’ εσπέρα (Σταυριν. 656
        • (με επόμ. το ώσπου πλεοναστικά):
          • άφης με ώδε, όσ’ ώσπου να ξημερώσει (Βουστρ. 26612).
    • 2) (Αιτ.) επειδή, καθώς:
      • όσον ηύρηκα τινάν ότι να με παραπονέσει …, πώς ήθελα να κουρασθώ δίχως καμίας ανάγκης; (Διγ. Esc. 1191 κριτ. υπ).
    • 3) (Συμπλεκτικός, στο σχήμα τόσο … όσο και επιδοτικός):
      • θέλω σκοτώσει όλα τα πρωτογεννηθέντα τόσον από ανθρώπους όσον και από τα ζώα (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 166r
      • (εδώ σε αρνητ. πρόταση) ούτε … ούτε:
        • να μην τον χειροτονούν τόσον ιερέα όσον και αρχιερέα (Βακτ. αρχιερ. 184).

[αρχ. επίρρ. όσον. Ο τ. και σήμ. Η λ. και σήμ. κυπρ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οσονούπω [osonúpo] επίρρ. χρον. : (λόγ.) σε λίγο.

[λόγ. < αρχ. φρ. ὅσον οὔπω]

[Λεξικό Κριαρά]
όσος, αντων.
  • Αναφορ. αντων.
    • 1) (Εισάγει δευτερεύουσα αναφορ. πρόταση) με ποσοτική σημασ.
      • α) (με ή χωρίς προσδιοριζόμενο ουσ.) αναφέρεται
        • α1) στην αντίστοιχή της δεικτ. αντων. τόσος που υπάρχει ή εννοείται:
          • (Πανώρ. Αφ. 27), (Ασσίζ. 1565), (Μαχ. 58824
        • α2) στις δεικτ. αντων. εκείνος, τούτος, τοιούτος, επεσαύτος, ετεσαύτος:
          • εκείνα γράφω … όσα κινούν προς οίκτον (Προδρ. II 11, 12
          • όσοι ουδέν σε κολακεύουν … τούτους έχε πάντως φίλους (Πτωχολ. α 381· Έκθ. χρον. 7414), (Ασσίζ. 4265
  • (το ουδ. έναρθρ.):
    • να ακολουθήσω εκείνο το όσον με προστάξεις (Μπερτόλδος 81
    • α3) στα επίθ. πας, άπας:
      • (Πουλολ. 120), (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 12
    • α4) στο επίθ. όλος = όσος, αυτός που:
      • όσοι κατοικούσινε εις τα περίγυρα, ούλοι σκλάβοι είναι (Ερωτόκρ. Ά 683
  • (με εννοούμενο το επίθ. όλος):
    • να πλερώσουν όσα αφήκεν ο κύρης του … και όσους εχρώστεν (Μαχ. 544· Φαλιέρ., Ιστ. 257
    • α5) σε ουσ. της προσδιοριζόμενης πρότασης:
      • (Λίβ. Esc. 4265), (Πόλ. Τρωάδ. 4290
  • β) (ως επίθ. προσδ. ουσ.) όσος, πολύς:
    • (Ερωτόκρ. Ά 834), (Ερωφ. Δ́ 689), (Κυπρ. ερωτ. 6918
    • έκφρ. όση δύναμις, βλ. δύναμις 3α έκφρ.
  • 2) Με αόριστη σημασ.
    • α) (με ή χωρίς προσδιοριζόμενο ουσ.· φανερώνει επίδοση ή παραχώρηση) με επόμ. τα αν, και (αν), καν, θέλω να οσοσδήποτε:
      • όσοι κι αν είστε, ελάτε (Ερωτόκρ. Β́ 963· Έκθ. χρον. 515
      • όσα καν λέγει (ενν. η γυναίκα) βάσταζε (Προδρ. I 159· Ερωφ. Αφ. 61
    • β) (το ουδ. αοριστολογικά) ό,τι, οτιδήποτε:
      • (Χρον. Μορ. H 8850
      • είμαι αφέντης … εις τον Μορέαν, να ποιήσω όσον θέλω (Χρον. Μορ. H 8735).
  • 3) (Εισάγει δευτερεύουσα αναφορ. συμπερασμ. πρόταση) ώστε (εδώ με έναρθρ. απαρέμφ.):
    • δίδει τον καθέκαστον όσον του χορτασθήναι (Απολλών. 127).
  • 4) (Εισάγει δευτερεύσα πλάγια ερωτ. πρόταση) πόσος:
    • (Διγ. Gr. 3476).
  • [αρχ. αντων. όσος. Η λ. και σήμ.]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    όσος -η -ο [ósos] αντων. αναφ. (βλ. Ε3) : 1. σε θέση ουσιαστικού ή επιθέτου και σε αντιστοιχία με το επίθετο όλος ή με τη δεικτική αντωνυμία τόσος που προαναφέρεται ή εννοείται, ή σε συσχετισμό με την ερωτηματική αντωνυμία πόσος, για να ορίσει ποσότητα, μέγεθος, πλήθος, χρόνο, διάστημα κτλ. που δηλώνει το ουσιαστικό που προσδιορίζει: Όσοι τον άκουσαν συμφώνησαν, όλοι όσοι… Πήρε όσα χρειάστηκε, όλα όσα. Xρειάστη κε τόσο χρόνο, όσο ακριβώς είχε υπολογίσει. Είχε τόσες ευκαιρίες, όσες και οι συμμαθητές του; Δεν είχε τόση επιρροή, όση χρειαζόταν για να τους πείσει. Όσους ζητήσεις, τόσους και θα έχεις. (έκφρ.) όσα δίνεις, τό σα* παίρνεις. ΦΡ όσα έρθουν κι όσα πάνε, για κτ. που γίνεται χωρίς σχεδιασμό, προγραμματισμό, που αφήνεται στην τύχη του και ως χαρακτηρισμός για άνθρωπο που ενεργεί μ΄ αυτόν τον τρόπο. ΠAΡ ΦΡ όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος*. || συχνά κυρίως στον προφορικό λόγο παραλείπεται η αντωνυμία τόσος: Δεν του έδωσε (τόσα) όσα του είχε δανείσει. Πάρε όσα βιβλία θέλεις. Πόσα λεφτά θέλεις; -Όσα δικαιούμαι. Πόσος χρόνος χρειάζεται; - (Tόσος) ~ αναφέρεται στον προγραμματισμό. || με παράλειψη του ουσιαστικού: Παίρνει ίδιο / ίσο μισθό όσο κι εσύ, όσο μισθό παίρνεις κι εσύ, ίδιο μισθό με εσένα. Δάνεισέ μου όσα περισσότερα μπορείς. Όσοι βιάζονται μπορούν να φύγουν. || συχνά από έλξη χρησιμοποιείται στην πτώση της δεικτικής αντωνυμίας που παραλείπεται: Aπευθύνομαι σε όσους ενδιαφέρονται, σε εκείνους όσοι… Aπό όσους το άκουσαν κανένας δε βοήθησε, από εκείνους / αυτούς όσοι το άκουσαν… (έκφρ.) όσα όσα, σε πολύ χαμηλή τιμή: Tο πουλάει όσα όσα. 2. με γενική και αόριστη σημασία που συχνά επιτείνεται από το τυχόν ή από παραχωρητική πρόταση, συνήθ. σε θέση επιθέτου: Όσοι τυχόν μαθητές θέλουν να συμμετάσχουν πρέπει να το δηλώσουν. Όσοι προσπαθούν πετυχαίνουν. Aγωνιζόταν με όση δύναμη τυχόν του είχε απομείνει. Δεν μπορεί να πετύχει όση προσπάθεια κι αν καταβάλει. (έκφρ.) μύριοι* όσοι. (λόγ.) πλείστοι* όσοι. || με τη σημασία του όλος: Όση περιουσία είχε την άφησε στα παιδιά του. (έκφρ.) όσα είχε και δεν είχε, τα πάντα, όλα όσα είχε. 3. (ουδ. πληθ., ως ουσ.) τα όσα, αυτά τα οποία: Tα όσα τράβηξε / υπέφερε αυτός δεν τα έχει περάσει κανείς άλλος. Ξέχασες τα όσα σου κατηγορούν; ΦΡ (τα) μύρια* όσα.

    [αρχ. ὅσος]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    οσοσδήποτε οσηδήποτε οσοδήποτε [osozδípote] αντων. αόρ. αναφ. (βλ. Ε3) : σε θέση επιθέτου (~ χρόνος) ή συνήθ. ουσιαστικού (οσοιδήπο τε θελήσουν)· τη χρησιμοποιεί ο ομιλητής, όταν θέλει να εκφράσει έντο νη αοριστία· όσος και αν: Οσοιδήποτε κι αν έρθουν θα χωρέσουν.

    [λόγ. < αρχ. ὁσοσδήποτε (μαρτυρείται μόνο στην ιων. διάλ.: ὅσος δή κοτε)]

    < Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες