Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όρνεο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όρνεο το [órneo] Ο42 : (λόγ.) όρνιο1.

[λόγ. < αρχ. ὄρνεον (δες στο όρνιο)]

[Λεξικό Κριαρά]
όρνεον το· όρνεγιο· όρνιο· όρνιον.
  • 1) Πτηνό, πουλί (γενικά):
    • (Λίβ. Esc. 2710), (Διγ. Esc. 1513
    • (σε μεταφ.):
      • ο ρήγας μας, … ο ποίος είναι έναν όρνεον και εμείς τα πτερά του (Μαχ. 23423).
  • 2)
    • α) Αρπακτικό σαρκοφάγο πουλί, όρνιο:
      • σκοτώνουν και αφήνουν σε και τρώγουν σε τα όρνεα (Διήγ. παιδ. 234· Ιστ. Βλαχ. 314
      • (σε μεταφ.):
        • Απήτις το κακό θεριό, τ’ όρνιο (ενν. η άλλοτε σκληρή γυναίκα), πουλίν εφάνη (Φαλιέρ., Ιστ. 63 (έκδ. ωριό· διόρθ. Αλεξίου.)).
    • β) αρπακτικό πουλί γυμνασμένο για κυνήγι:
      • Περί των γερακιών … και πάντων των ορνέων τά … ένι συνηθισμένοι να αναγιώσουν διά να κυνηγούν (Ασσίζ. 2009).
  • 3) Πετεινός:
    • εκίνησαν … αφού το όρνεον έκραξε εκ το κατουνοτόπιν (Αχιλλ. (Smith) N 476).

[αρχ. ουσ. όρνεον. Ο τ. όρνιο στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. όρνιον στο Somav. Τ. όρνον σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ορνεοπάτακτος, επίθ.
— Βλ. και ορνεοσπάρακτος.
  • Που έχει κατασπαραχτεί από όρνια:
    • όστις φάγει ψόφιον κρέας ή θηριάλωτον, ήγουν λυκοφάγωμα ή ορνεοπάτακτον, … μη κοινωνήσει χρόνους δύο (Μαλαξός, Νομοκ. 455).

[<ουσ. όρνεον + πατάσσω. Λ. -ον στο Du Cange. Η λ. τον 6. αι.]

[Λεξικό Κριαρά]
ορνεοσπάρακτος, επίθ.
  • Που έχει κατασπαραχτεί από όρνια:
    • Ει τις ιερεύς φάγει ψόφιον κρέας ή λυκοφάγωμα ή ορνεοσπάρακτον, … καθαιρείσθω κατά τον ξγ́ κανόνα των αγίων Αποστόλων (Μαλαξός, Νομοκ. 176).

[<ουσ. όρνεον + σπαράσσω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες