Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όρμωσις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
όρμωσις η.
  • (Προκ. για πύργο) οχύρωση, ενίσχυση:
    • (Χρον. Τόκκων μετά στ. 923).

[<ορμώνω + κατάλ. ‑σις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες