Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όρμημα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
όρμημα το· όρμημαν.
  • 1) Ορμή, φόρα:
    • όρμημα τούτου λέοντος αγρίου προδεικνύων (Βίος Αλ. 571).
  • 2) Έφοδος, επίθεση:
    • ως λυσσητήρ κύων όρμησεν (ενν. ο Ομούρ) … Η δ’ άνω πρόνοια … ορώσα το … δρακόντειον όρμημα … βέλος αφίεται … κατ’ αυτού (Δούκ. 554).
  • 3) Εξέγερση, επανάσταση:
    • Ο δε βασιλεύς δείσας το όρμημα του λαού έφυγε εν τῃ μονῄ των Στουδίου (Byz. Kleinchron. Ά 16612).
  • 4) Άλμα, πήδημα:
    • οι νέοι προσεπήδησαν ορμήματι καλλίστῳ (Βίος Αλ. 866).
  • 5) (Προκ. για ποταμό) ορμητική ροή, ρεύμα:
    • τ’ όρμημαν του ποταμού (Χούμνου, Κοσμογ. 2044).
  • 6) (Μεταφ.) παρόρμηση, παρότρυνση:
    • Βουλή … σταθηρά, όρμημα παρά φύσιν (Καλλίμ. 231).

[αρχ. ουσ. όρμημα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες