Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: όρκα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όρκα η [órka] Ο25 : 1. (ζωολ.) μεγαλόσωμο κήτος που συγγενεύει με τα δελφίνια και φημίζεται για την επιθετικότητά του. 2. (μτφ.) για γυναίκα κακιά και επιθετική.

[λόγ. < γαλλ. orq(ue) < λατ. orca ίσως < ελνστ. ὄρυξ, αιτ. ὄρυγα είδος φάλαινας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go