Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όρι
31 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
όρι το,
βλ. όρος το.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οριακός -ή -ό [oriakós] Ε1 : που βρίσκεται στα όρια ιδίως ενός μεγέθους ή αναφέρεται σ΄ αυτά: Οριακή τιμή. Οριακή περίπτωση, ασυνήθιστη, σπάνια. Οριακή πλειοψηφία, μικρή. || (μαθημ.) Οριακή ανάλυση. || (φυσ.) Οριακό στρώμα. || για το ανώτατο ή κατώτατο επιτρεπτό ή επιθυμητό όριο ενός μεγέθους, του οποίου θα επιθυμούσαμε τη μείωση ή την αύξηση: Οριακή ρύπανση, πολύ μεγάλη, που πρέπει να μειωθεί. Οριακό κέρδος, πολύ μικρό, του οποίου η αύξηση θα ήταν επιθυμητή. || H κατάσταση της υγείας της ασθενούς βρίσκεται σε οριακό σημείο. οριακά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. όρι(ον) -ακός μτφρδ. γαλλ. marginal & αγγλ. border-]

[Λεξικό Κριαρά]
οριάριος ο,
βλ. ορριάριος.
[Λεξικό Κριαρά]
οριγάνιν το.
  • Ρίγανη:
    • Βλησκούνιν, οριγάνιν εις τας ρίνας προσάγαγε (Ιατροσόφ. 612).

[<ουσ. οριγάνιον (4. αι.)]

[Λεξικό Κριαρά]
ορίγανον το· αρίγανον.
  • Ρίγανη:
    • ας πάρει αρίγανον και ρωμαϊκόν άλας (Ιατροσόφ. 8520).

[αρχ. ουσ. ορίγανον. Λ. αρίγανη και αρίγανος σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο ΑΛΝΕ (‑ο)]

[Λεξικό Κριαρά]
ορίγεον το — ορίγεος ο.
  • ?:
    • Οι κουκούτσοι θαρσαλεύουν, έχουν ορίγεον τον ανα· εις τον χάντακα πατούσιν (Χρησμ. I 189 (πβ. Λέοντ., Αιν. I 181: ωργῄον και κριτ. υπ.)).

[Άγν. ετυμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορίζοντας ο [orízondas] Ο5 : 1α. η νοητή γραμμή που σχηματίζεται εκεί που φαίνεται ότι ο ουρανός εφάπτεται με τη γη: Tα τέσσερα κύρια σημεία του ορίζοντα, βορράς, νότος, ανατολή, δύση. ΦΡ (σκορπίζω) στα τέσσε ρα* σημεία του ορίζοντα. || (αστρον.) Aισθητός / νοητός / φυσικός / τεχνη τός ~. β. το τμήμα της γης ή του ουρανού που φαίνεται ότι βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα: Ένα πλοίο / αεροπλάνο φάνηκε στον ορίζοντα. γ. (σπάν.) θέα: H έλλειψη ορίζοντα δημιουργεί στον άνθρωπο ψυχικές ανωμαλίες. δ. (γεωλ.) στρώμα του στερεού φλοιού της γης· (πρβ. στρωματίδιο): Yδροφόρος ~. 2. (μτφ.) για τομείς ή πλαίσια ανθρώπινων ενεργειών ή δραστηριοτήτων: Ο ~ της σκέψης / των γνώσεων κάποιου. Πολιτικός / κοινωνικός ~. Kαινούρια προβλήματα εμφανίζονται στον ορίζοντα. Στενοί / ευρείς ορίζοντες. Nέοι ορίζοντες, νέες προοπτικές. H τηλεόραση άνοιξε νέους ορίζοντες στην πληροφόρηση.

[λόγ.: 1α, β: αρχ. ὁρίζων, αιτ. -οντα· 1γ, 2: σημδ. γαλλ. horizon (στις νέες σημ.) < αρχ. ὁρίζων]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οριζόντιος -α -ο [orizóndios] Ε6 : 1. ANT κάθετος, κατακόρυφος. α. (αστρον.) που είναι παράλληλος με τον ορίζοντα και κάθετος προς την κατεύθυνση της βαρύτητας: Οριζόντιο επίπεδο. Οριζόντια διάθλαση. Οριζόντιες συντεταγμένες. Οριζόντιοι κύκλοι, μικροί κύκλοι της ουράνιας σφαίρας, παράλληλοι προς τον ορίζοντα. β. που είναι παράλληλος σε ένα επίπεδο, το οποίο συμβατικά θεωρείται οριζόντιο: Οριζόντια ευθεία, που με την κάθετη σχηματίζει ορθή γωνία. Οριζόντια γραφή, από αριστερά προς τα δεξιά ή αντίθετα. Οριζόντια ιδιοκτησία*. 2. (μτφ.) που γίνεται ή υπάρχει ανάμεσα στα κατώτερα στοιχεία ενός συνόλου ιεραρχικά δομημένου χωρίς παρέμβαση των ανωτέρων: Οριζόντιες επαφές μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας / των πολιτιστικών συλλόγων μιας πόλης / των οργανώσεων βάσης ενός κόμματος. Οριζόντια συνδικαλιστική οργάνωση, για το εργατικό κέντρο κάθε πόλης. οριζόντια & οριζοντίως ΕΠIΡΡ: Tο σταυρόλεξο συμπληρώνεται ~ και κάθετα / οριζοντίως και καθέτως.

[λόγ. < γαλλ. horizontal < horizont- < αρχ. ὁρίζοντ- (δες ορίζοντας) -al = -ιος· λόγ. οριζόντι(ος) -ως]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οριζοντιώνω [orizondióno] -ομαι Ρ1 : 1. βάζω κτ. σε οριζόντια θέση: Ο πιλότος οριζοντίωσε το αεροσκάφος. 2. (παθ., οικ.) ξαπλώνω και με επέκταση είμαι άρρωστος: Είναι στο σπίτι του οριζοντιωμένος με γρίπη.

[λόγ. οριζόντι(ος) -ώ > -ώνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οριζοντίωση η [orizondíosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του οριζοντιώνω.

[λόγ. οριζοντιω- (δες οριζοντιώνω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες