Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όρθρος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όρθρος ο [órθros] Ο18 : ιερή ακολουθία που γίνεται κάθε μέρα νωρίς το πρωί: H ακολουθία του όρθρου. Xτυπάει η καμπάνα για τον όρθρο. Tελείωσε ο ~ και άρχισε η κανονική λειτουργία της Kυριακής.

[λόγ. < ελνστ. ὄρθρος, αρχ. σημ.: `η ώρα πριν το ξημέρωμα΄]

[Λεξικό Κριαρά]
όρθρος ο.
  • 1) Το χάραμα, η χαραυγή:
    • (Διγ. Z 1824), (Αλεξ. 2132
    • (εδώ η κλητ. σε προσφών. στην Παναγία):
      • μάννα και όρθρε του Ηλίου της Δικαιοσύνης Χριστού (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 452).
  • 2) (Εκκλ.) ακολουθία που τελείται νωρίς το πρωί, πριν από την ανατολή του ήλιου:
    • ο παπάς υπάγει προς τον όρθρον (Πουλολ. 491).

[αρχ. ουσ. όρθρος. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες