Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όργιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όργιο το [órjio] Ο40 : 1α. (πληθ.) αρχαίες θρησκευτικές τελετές, κατά τις οποίες αυτοί που συμμετείχαν έπεφταν σε ενθουσιαστική έκσταση χορεύοντας και τραγουδώντας: Tα όργια του Διονύσου / της Kυβέλης / των Kαβείρων. β. (συνήθ. πληθ.) διασκεδάσεις που συνοδεύονται από ακόλα στες πράξεις: Σεξουαλικά όργια. H βίλα των οργίων. Ρωμαϊκά όργια. 2. (μτφ.) α. σύνολο από παράνομες ή ανήθικες ενέργειες: Εκλογικό / διαχειριστικό ~. β. για δήλωση μεγάλης έντασης ή ποσότητας: ~ καταχρήσεων / κερδοσκοπίας / φημών. Zωγραφικός πίνακας που χαρακτηρίζεται από ~ χρωμάτων.

[λόγ.: 1: εν. < αρχ. ὄργια (πληθ.)· 2: γαλλ. orgie (εν., στις νέες σημ.) < λατ. orgia (πληθ.) < αρχ. ὄργια (πληθ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες