Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όρασις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
όρασις ‑ση η.
  • 1) Όψη, εμφάνιση:
    • ωραίος ην (ενν. ο άγουρος) εις όρασιν (Διγ. Z 1537).
  • 2)
    • α) Όραμα, αποκάλυψη:
      • όχι όνειρον ποτέ, μα μιαν καθάρια όραση ουρανικήν τώρα γνωρίζω, πως η πατρίδα μου είναι γλυτωμένη (Πιστ. βοσκ. V 6, 313 κριτ. υπ.
      • (θεολ.):
        • βλέψαι μέλλεις πάλιν όρασιν θείαν και φρικτήν (Παϊσ., Ιστ. Σινά 734
    • β) προφητεία:
      • όρασις περί των χρησμών μέλλοντος καιρού (Χρησμ. (Λάμπρ.) 100 II τίτλ).
  • 3) Μέλλον, ριζικό:
    • (Πτωχολ. α 540).

[αρχ. ουσ. όρασις. Η λ. (‑ση) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες