Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: όπλιση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όπλιση η [óplisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του οπλίζω3: ~ ενός πυροβόλου όπλου, ρύθμιση του μηχανισμού του, έτσι ώστε αυτό να είναι έτοιμο για εκπυρσοκρότηση. Φωτογραφική μηχανή με αυτόματη ~.

[λόγ. οπλι- (οπλίζω)3 -σις > -ση (πρβ. αρχ. ὅπλισις `εξοπλισμός, πανοπλία΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go