Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: όντως
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όντως [óndos] επίρρ. : (λόγ.) πραγματικά: ~ είχες δίκιο. || απόλυτα, στη θέση καταφατικής απάντησης: Έπρεπε να το είχαμε προσέξει απ΄ την αρχή. -~, πράγματι.

[λόγ. < αρχ. ὄντως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go