Παράλληλη αναζήτηση
| 6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όνος ο [ónos] Ο18 : (λόγ.) ο γάιδαρος. ΦΡ περί όνου σκιάς, για κτ. ασήμαντο: Aς ασχοληθούμε με κάτι σοβαρό και ας αφήσουμε τις συζητήσεις περί όνου σκιάς.
[λόγ. < αρχ. ὄνος]
[Λεξικό Κριαρά]
- όνος ο — η.
-
- 1) Γαϊδούρι:
- (Βίος Αλ. 4463), (Φυσιολ. (Legr.) 461).
- 2 (Μεταφ. προκ. για ανόητο άνθρωπο):
- ως άνθρωποι μεν τῃ μορφῄ εφαίνοντο (ενν. οι αιρετικοί) …, ως όνοι δε την γνώσιν (Φυσιολ. (Legr.) 466).
[αρχ. ουσ. όνος. Τ. όνε σήμ. τσακων. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- 1) Γαϊδούρι:
[Λεξικό Κριαρά]
- ονόσκορδον το.
-
- Είδος σκόρδου:
- Λαβών το λεγόμενον ονόσκορδον λείου εν ιγδίῳ (Ιερακοσ. 43026‑27).
[<ουσ. όνος + σκόρδον. Η λ. στο Meursius]
- Είδος σκόρδου:
[Λεξικό Κριαρά]
- ονόστιμα, επίρρ.
- βλ. νόστιμα.
[Λεξικό Κριαρά]
- ονοστιμίζω,
- βλ. νοστιμίζω.
[Λεξικό Κριαρά]
- ονόστιμος, επίθ.,
- βλ. νόστιμος.



