Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: όναγρος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όναγρος ο [ónaγros] Ο19 : είδος ζώου που ζει σε άγρια κατάσταση και μοιάζει με γάιδαρο.

[λόγ. < ελνστ. ὄναγρος `όνος των αγρών΄ παρετυμ. ἄγριος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go