Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όμποε
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όμποε το [óboe] Ο (άκλ.) : πνευστό μουσικό όργανο με διπλή γλωσσίδα· οξύαυλος.

[ιταλ. oboe < γαλλ. hautbois]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες