Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όμηρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όμηρος ο [ómiros] Ο19 : αυτός που κρατείται ως εγγύηση για την εκτέλεση μιας συμφωνίας, απαίτησης κτλ.: Οι αεροπειρατές κρατούν τους επιβάτες του αεροπλάνου ως ομήρους. Aπελευθέρωσαν τους ομήρους. || αιχμάλωτος.

[λόγ. < αρχ. ὅμηρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες