Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όλος
28 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
όλος, επίθ.· ούλος· γεν. εν. αρσ., ουδ. ολονού· ολουνού· θηλ. οληνής· αιτιατ. εν. αρσ. όλονο· γεν. πληθ. 'λωνών· ολουνών· ολών· ολωνώ· ολωνών· ολωνώνε· αιτιατ. πληθ. ολουνούς.
  • 1) Ολόκληρος
    •  
      • α1) (χωρίς άρθρο πριν από άναρθρο ουσ.):
        • χέρι ολονού λαού (Πεντ. Δευτ. XVII 7
      • α2) (με προηγ. άρθρο):
        • (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 319), (Καλλίμ. 564
      • α3) (πριν ή ύστερα από έναρθρ. ουσ.):
        • έτρεξεν ούλη η χώρα (Βουστρ. M 212
        • ετρόμαξεν το νησίν ούλο (Ανων., Ιστ. σημ. ρμά
      • α4) (με επόμ. το επίρρ. ομάδι επιτ.):
        • η Περηφανειά … όλο τον κόσμο ομάδι αναμιγίζει (Ερωφ. Χορ. β́ 511· Τζάνε, Κατάν. 22
      • α5) (με επανάληψη του άρθρου):
        • υπέρ της όλης της υμετέρας χώρας (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 429
    •  
      • β1) (προκ. για πρόσωπο) που αφορά όλη του την υπόσταση:
        • Ο πατήρ του … όλος εγένετο χαράς (Διγ. Z 2149· Πανώρ. Ά 199
      • β2) (προκ. για ποταμό):
        • ο ποταμός κοκκίνησε κι έγινεν όλος αίμα (Κορων., Μπούας 38).
  • 2) (Επιρρ. πριν από επίθ. ως επιτ. της σημασίας του) πολύ:
    • Η Βασίλισσα είναι όλη εύσπλαγχνος (Μπερτόλδος 23· Λίβ. Esc. 1099).
  • 3) (Στον πληθ., για πλήθος προσώπων ή πραγμάτων) όλοι
    • α) (πριν από έναρθρ. ουσ.):
      • (Ερωφ. Ά 42
      • όλα τα κακά κι οι παιδωμές μ’ ευρήκα (Ερωφ. Γ́ 16
    • β) (μετά το έναρθρ. ουσ.):
      • να έλθουσιν οι ιερείς όλοι (Ιμπ. 689
    • γ) (με επόμ. το επίρρ. ομάδι επιτ.) όλοι μαζί:
      • (Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ́ 89
      • όλα τα έθνη ομάδι (Ζήν. Έ 185
    • δ) (με προηγ. το άρθρο):
      • μετά το ερωτηθήναι οι όλοι μάρτυρες (Ελλην. νόμ. 57530
    • ε) (μετά το ουσ. με επανάληψη του άρθρου):
      • τα μικρά στρουθόπουλα τα όλα να μισεύουν (Πουλολ. 374).
  • 4) (Στον πληθ. ως ουσ.) όλοι οι άνθρωποι, σύνολο ατόμων ή πραγμάτων
    • α) (έναρθρ.):
      • Οι πάντες τον ζηλεύουσιν, οι όλοι τον τιμούσιν (Σπαν. O 160
    • β) (χωρίς άρθρο):
      • το πρόσωπον όλα τα φανερώνει (Ερωτόκρ. Ά 1956
    • γ) (με τους εγκλιτικούς τύπους της προσωπ. αντων. μας, σας, τους, τως):
      • να σασε δούσιν όλες σας τα μάτια τα δικά μου (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 128· Πανώρ. Πρόλ. 23
    • δ) (με επόμ. τα επιρρ. αντάμα και ομάδι επιτ.) όλοι μαζί:
      • (Μαχ. 45632), (Πανώρ. Έ 421
    • ε) (με επόμ. γεν. ουσ. προκ. να δηλωθεί το σύνολο από αυτό που δηλώνει το ουσ.):
      • ούλοι του φουσσάτου επήγαν εις την Αμόχουστον (Μαχ. 51623).
  • Το θηλ. στη γεν. εν., επιρρ. = συνεχώς:
    • παιδίον … όλης παίζον (Sprachlehre 91).
  • Το ουδ. ως ουσ. =
    • 1)
      • α) Το σύνολο:
        • (Λίβ. N 2134
        • έδωσα εσάς το όλο (Πεντ. Γέν. IX 3
        • (σε αιτιατ. της αναφοράς):
          • τυραννίσματα πολλά, αρίθμητα το όλον (Θρ. Κων/π. (Mich.) 62
      • β) (στον πληθ. επιτ. με προηγ. την αντων. πάντα):
        • είδε τα πάντα όλα (Σουμμ., Ρεμπελ. 168· Χούμνου, Κοσμογ. 1498
      • γ) (χωρίς άρθρο):
        • έδωσεν αυτουνού δέκατο από όλο (Πεντ. Γέν. XIV 20· Σταφ., Ιατροσ. 371
        • (εδώ για σύνολο υπαρχόντων, περιουσίας):
          • θέλεις γένει κληρονόμος εις όλον (Μπερτόλδος 62).
    • 2) Ο αντικειμενικός σκοπός, το σπουδαιότερο πράγμα, το παν:
      • το δε όλον ήτονε ίνα διώξῃ παντελώς εκείθεν τους Σιναΐτας (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 220).
    • Εκφρ.
    • 1) Διά όλων = ολοκληρωτικά:
      • (Κορων., Μπούας 132).
    • 2) Δι’ όλης νυκτός και ημέρας = συνεχώς, ασταμάτητα:
      • (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 90).
    • 3) Μεθ’ όλης της καρδίας = «με όλη μου την καρδιά» (πβ. καρδία 8):
      • (Αχιλλ. (Smith) N 914.)>
    • 4) Με προηγ. την πρόθ. με (μ’) και στις εκφρ. με (μ’) όλ(α) αυτά ή αυτείνα, κείνα, τούτα, με (μ’) όλον εκείνο ή (ε)τούτο(ν), απού, (ο)πού, τούτο οπού, τούτον όλον, τούτο όλον οπού, ούλο ετούτο, βλ. μετά 19β.
    • 5) Όλον καιρόν = συνέχεια:
      • (Κυπρ. ερωτ. 1252).
    • 6) Όλος εξ ολοκλήρου = (επιτ.) όλος μαζί, ολόκληρος:
      • (Βίος Αλ. 4844).
    • 7) Ούλοι οι περίτου = οι περισσότεροι:
      • (Μαχ. 19622).
    • 8) Σ’ όλον το ύστερον = τελικά:
      • (Θρ. Κύπρ. Μ 287).
    • 9) (Το) όλο ος = όλα (όσα):
      • (Πεντ. Δευτ. XXIX 1), (Αρ. IX 5).

[αρχ. επίθ. όλος. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Οι γεν. πληθ. ολουνών και ολών και η αιτιατ. πληθ. ολουνούς, καθώς και ολωνούς, και σήμ. ποντ. Η γεν. πληθ. ολωνών και σήμ. Τ. ούλλος. και ούλους σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όλος -η -ο [ólos] Ε3 : 1. που κανένα από τα στοιχεία του, από τα τμήματά του δεν έχει παραλειφθεί· (πρβ. ολόκληρος): Έφαγε όλο το γλυκό· δεν άφησε καθόλου για μας, για ποσότητα. Δουλεύει συνεχώς όλη την ημέρα, για χρονικό διάστημα. Δεν έκλεισα μάτι όλη τη νύχτα. (έκφρ.) εφ΄ όλης της ύλης*. || (ως επιτατικό): Είμαι ~ μάτια / αυτιά, προσέχω πολύ βλέποντας / ακούγοντας. Είμαι ~ προσποίηση, προσποιούμαι πολύ. || με την πρόθεση παρά, δες παρά 1. (έκφρ.) παρ΄* όλα αυτά. α. (με άρθρο) ολικός, συνολικός: H όλη εργασία / προσπάθεια. Tο όλο έργο θα τελειώσει σε δύο χρόνια, το σύνολο του έργου. β. (ως ουσ.) το όλο, το σύνολο: Ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου είναι ένα αδιαίρετο όλο. Σχήμα λόγου που δηλώνει το μέρος αντί του όλου. 2. (πληθ.) για να δηλώσει ότι κτ. ισχύει για καθεμία από τις μονάδες του συνόλου, για το οποίο γίνεται λόγος: Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί. Όλα τα πουλιά έχουν φτερά. || (ως αντων.): Tους σκότωσαν όλους, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Tέλος καλό, όλα καλά. Nόμιζε ότι τα ξέρει όλα. ΦΡ και εκφράσεις ικανός* / άξιος* για όλα. όλα εδώ πληρώνονται*! (είμαι) μέσα* σε όλα. με* τα όλα του. μες στα όλα, για ενέργεια που γίνεται με αποφασιστικότητα, εξαρτάται όμως πολύ από την τύχη: Ρίχτηκε μες στα όλα αδιαφορώντας για τις συνέπειες. (λέω / επαναλαμβάνω κτ.) σε όλους τους τόνους*. α. (με προσ. αντων.) όλοι γενικά χωρίς εξαίρεση: Όλοι εμείς / εσείς / αυτοί. Όλους εμάς / εσάς / αυτούς. β. (με επανάληψη της λέξης και αριθμτ., για έμφαση) συνολικά: Tα δάχτυλά μας όλα όλα είναι είκοσι. Οι Σπαρτιάτες στις Θερμοπύλες ήταν όλοι (κι) όλοι τριακόσιοι. ΦΡ όλα κι όλα, για δήλωση ορίου ανοχής ή αντοχής: A, όλα κι όλα! χειρονομίες δε θέλω. τα παίζω* όλα για όλα. γ. Όλα, με αριθμητικό ιδίως σε ομαδικά αθλητικά παιχνίδια, για να δηλώσει ισοπαλία: Tο πρώτο ημίχρονο έληξε τρία όλα, τρία τρία. όλο* ΕΠIΡΡ.

[αρχ. ὅλος]

[Λεξικό Κριαρά]
ολόσβηστος, επίθ.
  • 1) Εντελώς σβηστός·
    • (μεταφ.) που μένει στην αφάνεια:
      • ολόσβηστα επομείνασι της ομορφιάς τα πλούτη (Ερωτόκρ. Β́ 2222).
  • 2) (Προκ. για πρόσωπο) κατάπληκτος, αποσβολωμένος:
    • το δειν της … εχάθη ο λογισμός του, απόμεινεν ολόσβηστος (Ριμ. Απολλων. [1699]).

[<ολο‑ + επίθ. σβηστός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολοσέλιδος -η -ο [oloséliδos] Ε5 : (για κείμενο ή εικόνα) που καλύπτει ολόκληρη τη σελίδα, στην οποία είναι τυπωμένο: Ολοσέλιδη διαφήμιση / φωτογραφία.

[λόγ. ολο- + σελιδ- (δες σελίδα) -ος μτφρδ. γερμ. ganzseitig]

[Λεξικό Κριαρά]
ολοσίδηρος, επίθ.· ολοσίδερος· πληθ. ουδ. ολοσίδεραν.
  • 1)
    • α) Κατασκευασμένος ολόκληρος από σίδερο:
      • (Τρωικά 5339
      • πόρτες ολοσίδερες (Θησ. Ζ́ [1151]
    • β) (σε μεταφ.):
      • ονόμαζον (ενν. τους Λατίνους) … στήλας ολοσιδήρους (Παράφρ. Χων. 718).
  • 2)
    • α) (Προκ. για πολεμιστή) καλυμμένος ολόκληρος με σιδερένια πανοπλία και συνεκδ. πάνοπλος:
      • (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 380
      • εδειλίασαν … τα άρματά τους, ότι ήσαν ολοσίδηροι (Τρωικά 5316
    • β) (προκ. για μέλη του σώματος):
      • τα χέρια του κι η κεφαλή (ενν. του ανθρώπου) … όλα είναι ολοσίδερα (Φυσιολ. (Legr.) 365).

[αρχ. επίθ. ολοσίδηρος]

[Λεξικό Κριαρά]
ολοσκέπαστος, επίθ.
  • 1) Που είναι σκεπασμένος σ’ όλη την επιφάνειά του:
    • 'δάφος … ολοσκέπαστον με της Περσίας πεύκια (Αρσ., Κόπ. διατρ. [1771]).
  • 2) (Προκ. για υπόγεια σήραγγα, πέρασμα υπόγειο για την προσπέλαση των τειχών):
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 47925).
  • 3) (Προκ. για πρόσωπο) που έχει εντελώς καλυμμένο το κεφάλι:
    • γραιά … σεμνή και ολοσκέπαστος (Λίβ. P 1895).

[<ολο‑ + επίθ. σκεπαστός]

[Λεξικό Κριαρά]
ολοσκόρπιστος, επίθ.
  • Εντελώς διασκορπισμένος, διαλυμένος:
    • φουσσάτο … ολοσκόρπιστο (Ερωτόκρ. Δ́ 1064).

[<ολο‑ + επίθ. σκορπιστός]

[Λεξικό Κριαρά]
ολόσκοτος, επίθ.
  • Πολύ σκοτεινός·
    • (προκ. για τόπο που δε φωτίζεται από τον ήλιο):
      • (Θησ. Ζ́ [303]).

[<ολο‑ + ουσ. σκότος]

[Λεξικό Κριαρά]
ολοσκοτώνω.
  • (Επιτ.) θανατώνω·
    • (μεταφ.):
      • αν την ολοσκοτώσει (ενν. η αγάπη την καρδία σου) … (Πιστ. βοσκ. I 1, 167).

[<ολο‑ + σκοτώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ολοσκότωτος, επίθ.
  • (Επιτ.) σκοτωμένος:
    • οκτακαίδεκα … άνδρας ολοσκότωτους εποίκεν (Ερμον. Ε 75).

[<ολο‑ + σκοτώνω· πβ. και ολοσκοτώνω]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες