Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: όλμος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όλμος ο [ólmos] Ο18 : (στρατ.) α. είδος μικρού εμπροσθογεμούς πυροβόλου2 με πολύ κοντή κάννη, κατάλληλο για βολές πολύ καμπύλης τροχιάς· ολμοβόλο: Xειριστής / βολή / βλήμα όλμου. β. το βλήμα του όλμου: Εκρήξεις όλμων.

[λόγ. < αρχ. ὅλμος `στρογγυλή πέτρα, γουδί΄ σημδ. γαλλ. mortier `γουδί, όλμος΄, επειδή η κάννη του όλμου μοιάζει με γουδί]

[Λεξικό Κριαρά]
όλμος ο.
  • Γουδί:
    • (Ιερακοσ. 3852).

[αρχ. ουσ. όλμος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. και κοιν. με διαφορ. σημασ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go