Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όκιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όκιο το [óko] Ο39 : (ναυτ.) τρύπα στο πλευρό του πλοίου από την οποία περνά η αλυσίδα της άγκυρας.

[ιταλ. occhio (αρχική σημ.: `μάτι΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες