Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όθος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
όθος ο.
  • Φουσκάλα του δέρματος:
    • αμυχάς δίδου εις τους δακτύλους κατ’ όθον (Ιερακοσ. 49316 (έκδ. οθόν)).

[<(γ)ιόθος (ΙΛ· βλ. και Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 327) <αρχ. ουσ. ίονθος. Η λ. και άλλοι τ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, ό.π.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες