Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όγκωμα το [óŋgoma] Ο49 : (ανατ.) εξόγκωμα.
[λόγ. < ελνστ. ὄγκωμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- όγκωμα το· έγκωμα· όγκωμαν.
-
- (Εδώ) πλημμυρίδα, φουσκοθαλασσιά:
- εμπαίνει όγκωμαν του γαρμπή εις τον έναν λιμνιώναν (Πορτολ. Α 397).
[μτγν. ουσ. όγκωμα. Ο τ. έγκ‑ και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. (ΛΚΝ)]
- (Εδώ) πλημμυρίδα, φουσκοθαλασσιά:



