Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ωφελιμιστής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωφελιμιστής ο [ofelimistís] Ο7 θηλ. ωφελιμίστρια [ofelimístria] Ο27 : αυτός που αποδέχεται τις αρχές του ωφελιμισμού και σκέφτεται ή ενεργεί σύμφωνα με αυτές, που δίνει προτεραιότητα στο ωφέλιμο και χρήσιμο έναντι του ηθικού.

[λόγ. ωφέλιμ(ον) -ιστής απόδ. αγγλ. utilitarian· λόγ. ωφελιμισ(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go