Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ωτοσκόπιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωτοσκόπιο το [otoskópio] Ο40 : (ιατρ.) όργανο για την οπτική εξέταση του εσωτερικού του αυτιού.

[λόγ. < γαλλ. otoscope < oto- = ωτο- + -scope = -σκόπιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες