Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ωτοσκόπηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωτοσκόπηση η [otoskópisi] Ο33 : (ιατρ.) εξέταση του αυτιού με ωτοσκόπιο.

[λόγ. ωτο- + -σκόπηση μτφρδ. γαλλ. otoscopie < oto- = ωτο- + -scopie = -σκόπηση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go