Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ωτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωτικός -ή -ό [otikós] Ε1 : (ιατρ.) που αναφέρεται στα αυτιά: Ωτικοί μύες. Ωτικό γάγγλιο. Ωτικό βύσμα. ~ ίλιγγος.

[λόγ. < ελνστ. ὠτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go