Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ωτικός -ή -ό [otikós] Ε1 : (ιατρ.) που αναφέρεται στα αυτιά: Ωτικοί μύες. Ωτικό γάγγλιο. Ωτικό βύσμα. ~ ίλιγγος.
[λόγ. < ελνστ. ὠτικός]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[λόγ. < ελνστ. ὠτικός]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |