Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ωρύομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωρύομαι [oríome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) βγάζω δυνατές και άγριες ή γοερές κραυγές εκφράζοντας έντονα συναισθήματα αγανάκτησης, οργής, πόνου κτλ.· (πρβ. ουρλιάζω): Θύμωσε στα καλά καθούμενα και άρχισε να ωρύεται.

[λόγ. < αρχ. ὠρύομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go