Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ωρολογοποιός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωρολογοποιός ο [oroloγopiós] Ο17 : τεχνίτης που επισκευάζει (ή που κατασκευάζει) ρολόγια· ρολογάς.

[λόγ. ωρολογο- + -ποιός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go