Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ωραιότητα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωραιότητα η [oreótita] Ο28 : η ιδιότητα του ωραίου· κάλλος, ομορφιά: H ~ ενός τοπίου / μιας μορφής.

[λόγ. < ελνστ. ὡραιότης, αιτ. -ητα, αρχ. σημ.: `η άνθιση της νιότης΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go