Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ωραιόκοσμος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωραιόκοσμος ο [oreókozmos] Ο20 : (προφ., σε λόγο που εκφράζει διάθεση χαριεντισμού ή αβροφροσύνης) σύνολο ωραίων γυναικών ή οι γυναίκες γενικά· (πρβ. ωραίο φύλο): Aγαπητέ μου, είναι φανερό πως έχετε συγκινήσει τον ωραιόκοσμο της συντροφιάς μας.

[λόγ. ωραιο- + κόσμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες