Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ωραιόκοσμος ο [oreókozmos] Ο20 : (προφ., σε λόγο που εκφράζει διάθεση χαριεντισμού ή αβροφροσύνης) σύνολο ωραίων γυναικών ή οι γυναίκες γενικά· (πρβ. ωραίο φύλο): Aγαπητέ μου, είναι φανερό πως έχετε συγκινήσει τον ωραιόκοσμο της συντροφιάς μας.
[λόγ. ωραιο- + κόσμος]