Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ωραιολογία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωραιολογία η [oreolojía] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : ως ειρωνικός χαρακτηρισμός λόγων που ωραιοποιούν μια κακή, δυσάρεστη κτλ. πραγματικότητα: Άσε τα μεγάλα λόγια και τις ωραιολογίες.

[λόγ. ωραιολόγ(ος < ωραιο- + -λόγος) -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες