Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ωοκύτταρο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωοκύτταρο το [ookítaro] Ο40 : (ανατ., βιολ.) ωάριο που δεν έχει ακόμη ωριμάσει.

[λόγ. ωο- + κύτταρον μτφρδ. γαλλ. ovocyte]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go