Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ωμοπλάτη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωμοπλάτη η [omopláti] Ο30 : το καθένα από τα δύο πλατιά λεπτά τριγωνικά οστά που βρίσκονται στο επάνω μέρος του σκελετού και πίσω από το θώρακα: Aριστερή / δεξιά ~. || το αντίστοιχο μέρος του σώματος: Έχω έναν πόνο στην ~.

[λόγ. < αρχ. ὠμοπλάτη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go