Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ωκεανολογικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωκεανολογικός -ή -ό [okeanolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην ωκεανολογία: Ωκεανολογικές μελέτες.

[λόγ. < γαλλ. océanologique < océanolog(ie) = ωκεανολογ(ία) -ique = -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go